- ελεήμονας
- οβλ. ελεήμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελεήμονας — ο εκείνος που ελεεί, που κάνει ελεημοσύνες, πονόψυχος, φιλάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεήμονας — ἐλεήμων pitiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελεημοσύνη — η (AM ἀνελεημοσύνη) το να μην είναι κάποιος ελεήμονας, ασπλαχνιά, ανοικτιρμοσύνη … Dictionary of Greek
ελεήμων — ον και ελεήμονας, ο (AM ἐλεήμων, ον) 1. αυτός που αισθάνεται έλεος, οίκτο για όσους πάσχουν ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση 2. εκείνος που παρέχει ελεημοσύνη σε φτωχούς ή πάσχοντες … Dictionary of Greek
Αλλάχ — Όνομα που δίνει στο υπέρτατο ον η μουσουλμανική θρησκεία (από το αραβικό αλ ιλάχ = Θεός). Κατά το Κοράνιο, ο Α. είναι ο δημιουργός των πάντων, ο ύψιστος κριτής της δημιουργίας του, ο ελεήμονας ευεργέτης. Την ώρα της κρίσης θα διαχωρίσει τους… … Dictionary of Greek
αγγελόψυχος — η, ο πολύ αγαθός, ελεήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύσπλαχνος — η, ο αυτός που κινείται από συμπόνια, αγαθοεργός, ελεήμονας (αντίθ. άσπλαχνος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλάνθρωπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει τους ανθρώπους, φιλάλληλος, αλτρουιστής: Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι φιλάνθρωπη. 2. ο ελεήμονας, ο αγαθοεργός, ο σπλαχνικός: Τον βοήθησαν στην αρρώστια του φιλάνθρωποι πλούσιοι. 3. αυτός που διαπνέεται από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)